Ιδρυτής της χριστιανικής θρησκείας είναι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός. Χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτής είναι ότι διδάσκει και ζητεί από τους οπαδούς της την πίστη στον Ένα και μόνο αληθινό Θεό, την Αγία Τριάδα. Όλοι οι Χριστιανοί πιστεύουν και ομολογούν «Πατέρα, Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα, Τριάδα ὁμοούσιον καί ἀχώριστον». Με την πάροδο όμως των ετών παρουσιάσθηκαν μερικοί, που διαστρέβλωσαν και μετέβαλαν τις διδασκαλίες της χριστιανικής πίστης. Σήμερα ο χριστιανικός κόσμος είναι διηρημένος σε τρεις κυρίως μεγάλες ομάδες. Πρώτη η Ορθόδοξη Χριστιανική Θρησκεία, η οποία κρατεί ανόθευτα όσα δίδαξε ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός και οι άγιοι Απόστολοι και οι επτά Οικουμενικές Σύνοδοι και οι μεγάλοι της Εκκλησίας Πατέρες, ο Μέγας Αθανάσιος, ο Μέγας Βασίλειος, ο Θεολόγος Γρηγόριος, ο Χρυσόστομος Ιωάννης κλπ.. Δεύτερον ο Ρωμαιοκαθολικισμός ή Παπισμός και τρίτον ο Προτεσταντισμός. Οι παπικοί και οι προτεστάντες νόθευσαν την αρχαία πίστη και είτε πρόσθεσαν είτε αφαίρεσαν από όσα δίδαξε ο Κύριος και οι Απόστολοι. Εμείς, δόξα τω Θεώ, είμαστε Ορθόδοξοι και γι’ αυτό θα εξετάσουμε ιδιαιτέρως τι η αγία Ορθόδοξη Πίστη μας διδάσκει.
Η Ορθόδοξη Χριστιανική Θρησκεία
Δύο είναι οι πηγές, από τις οποίες αντλεί τις διδασκαλίες της η Ορθόδοξη Χριστιανική Θρησκεία. Η Αγία Γραφή και η Ιερή Παράδοση.
Α) Η Αγία Γραφή
Όταν λέμε «Αγία Γραφή», εννοούμε το σύνολο των βιβλίων, τα οποία γράφτηκαν από ευσεβείς άνδρες υπό την έμπνευση και καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος, γι’ αυτό δε λέγονται και είναι θεόπνευστα. Η Αγία Γραφή είναι το κατ’ εξοχήν θρησκευτικό βιβλίο της ανθρωπότητας, διότι περιέχει την υπό του Θεού αποκαλυφθείσα στους ανθρώπους αλήθεια. Βεβαίως στη σύνταξη και διατύπωση των νοημάτων και των λόγων της Αγίας Γραφής συνεργάσθηκε με το θείο παράγοντα και ο ανθρώπινος παράγοντας. Και ο μεν θείος παράγοντας, δηλαδή το Άγιο Πνεύμα, εξασφαλίζει στην Αγία Γραφή το αλάθητο. Αφού η Αγία Γραφή είναι θεόπνευστη, άρα είναι και αλάθητη. Κάθε τι που γράφεται σε αυτήν είναι πέρα ως πέρα αληθές και ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, έστω και αν εμείς δυσκολευόμαστε πολύ ή λίγο να το εννοήσουμε. Ο τρόπος όμως της διατύπωσης των θείων αληθειών, το γλωσσικό ιδίωμα, το ύφος είναι έργο του ανθρωπίνου παράγοντα ανάλογα με τη λογοτεχνική ικανότητα των συγγραφέων των βιβλίων της Αγίας Γραφής.
Η Αγία Γραφή εκφράζει την αλήθεια αυτή με τους εξής λόγους. «Ὑπὸ Πνεύματος Ἁγίου φερόμενοι ἐλάλησαν ἅγιοι Θεοῦ ἄνθρωποι» (Β΄ Πέτρ. α΄ 21). Δηλαδή το Άγιο Πνεύμα φώτισε τους ανθρώπους συγγραφείς, οι οποίοι έθεσαν στην υπηρεσία Του τις νοητικές ικανότητες και τη γλώσσα τους. Αυτό τους φώτισε και τους προφύλαξε από κάθε πλάνη, ώστε να γράψουν μόνο όσα ο Θεός τους αποκάλυψε και τους οδήγησε να γράψουν.
Όσα βιβλία της Αγίας Γραφής γράφτηκαν προ Χριστού αποτελούν την Παλαιά Διαθήκη και είναι σαράντα εννέα, περιέχουν δε τις υπό του Θεού αποκαλυφθείσες αλήθειες και τα υπό την καθοδήγηση και έμπνευση του Θεού γραφέντα γεγονότα προ της γεννήσεως του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Όσα δε γράφτηκαν μετά Χριστόν, αποτελούν την Καινή Διαθήκη και είναι είκοσι επτά, περιέχουν δε τις αλήθειες, τις οποίες ο Κύριος αποκάλυψε στον κόσμο. Διαιρούνται δε τα βιβλία της Αγίας Γραφής, τόσο της Παλαιάς όσο και της Καινής Διαθήκης, ως προς το περιεχόμενο σε ιστορικά, διδακτικά και προφητικά ως εξής:
ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
Α΄. ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ
Ι. Ιστορικά βιβλία.
Γένεσις
Έξοδος
Λευιτικόν
Αριθμοί
Δευτερονόμιον (τα 5 πρώτα αποτελούν την Πεντάτευχο)
1. Ευαγγέλιον κατά Ματθαίον 2. Ευαγγέλιον κατά Μάρκον 3. Ευαγγέλιον κατά Λουκάν 4. Ευαγγέλιον κατά Ιωάννην 5. Πράξεις των Αποστόλων
ΙΙ. Διδακτικά βιβλία
6. Επιστολή Παύλου προς Ρωμαίους 7. Επιστολή Παύλου προς Κορινθίους Α΄ 8. Επιστολή Παύλου προς Κορινθίους Β΄ 9. Επιστολή Παύλου προς Γαλάτας 10. Επιστολή Παύλου προς Εφεσίους 11. Επιστολή Παύλου προς Φιλιππησίους 12. Επιστολή Παύλου προς Κολασσαείς 13. Επιστολή Παύλου προς Θεσσαλονικείς Α΄ 14. Επιστολή Παύλου προς Θεσσαλονικείς Β΄ 15. Επιστολή Παύλου προς Τιμόθεον Α΄ 16. Επιστολή Παύλου προς Τιμόθεον Β΄ 17. Επιστολή Παύλου προς Τίτον 18. Επιστολή Παύλου προς Φιλήμονα 19. Επιστολή Παύλου προς Εβραίους 20. Επιστολή Καθολική Ιακώβου 21. Επιστολή Καθολική Πέτρου Α΄ 22. Επιστολή Καθολική Πέτρου Β΄ 23. Επιστολή Καθολική Ιωάννου Α΄ 24. Επιστολή Καθολική Ιωάννου Β΄ 25. Επιστολή Καθολική Ιωάννου Γ΄ 26. Επιστολή Καθολική Ιούδα
ΙΙΙ. Προφητικό βιβλίο
27. Αποκάλυψις Ιωάννου
Τα βιβλία της Αγίας Γραφής συγγράφηκαν από διαφόρους αγίους ανθρώπους κατά διάφορες εποχές, από τους χρόνους του Μωυσέως (περίπου 1500π.Χ.) έως του τελευταίου αποθανόντος Αποστόλου και ευαγγελιστού Ιωάννου (περί το 100 μ.Χ.). Και τα μεν περισσότερα των βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης γράφτηκαν στην εβραϊκή γλώσσα, μερικά στην αραμαϊκή και λίγα στην ελληνική. Αλλά και αυτά που γράφτηκαν στην εβραϊκή και αραμαϊκή μεταφράστηκαν κατά τον τρίτο π.Χ. αιώνα στη νεοελληνική χάριν των Ιουδαίων, οι οποίοι ζούσαν σε χώρες ελληνικές, όπου μιλιόταν η ελληνική γλώσσα και δεν γνώριζαν πλέον την εβραϊκή. Αυτή δε η μετάφραση είναι η περίφημη μετάφραση των εβδομήκοντα (Ο΄) μεταφραστών. Τα δε βιβλία της Καινής Διαθήκης όλα γράφτηκαν στην ελληνική, γεγονός το οποίο αποτελεί εξαιρετική και μοναδική τιμή και ευλογία για το Ελληνικό Έθνος.
Ο απόστολος Παύλος ορίζει ως εξής το σκοπό, για τον οποίο συγγράφηκαν τα βιβλία της Αγίας Γραφής. «Πᾶσα γραφὴ θεόπνευστος καὶ ὠφέλιμος πρὸς διδασκαλίαν, πρὸς ἔλεγχον, πρὸς ἐπανόρθωσιν, πρὸς παιδείαν τὴν ἐν δικαιοσύνῃ, ἵνα ἄρτιος ᾖ ὁ τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος, πρὸς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν ἐξηρτισμένος» (Β΄ Τιμόθ. γ΄16-17). Λέει δηλαδή, ότι όλη η Αγία Γραφή έχει εμπνευσθεί από το Θεό και έχει συγγραφεί υπό τον άμεσο φωτισμό και την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος. Αλλά γι’ αυτό ακριβώς είναι πολύ ωφέλιμος στον άνθρωπο. Διδάσκει την αλήθεια, ελέγχει και φανερώνει τις πλάνες και τις παρεκτροπές των ανθρώπων, διορθώνει τους αμαρτάνοντες και παιδαγωγεί τον άνθρωπο, για να αποκτήσει τις αρετές που ζητεί από αυτόν ο Θεός. Μόνο δε με τον τρόπο αυτόν ο άνθρωπος του Θεού θα είναι τέλειος και κατηρτισμένος σε κάθε καλό έργο.
Β) Η Ιερή Παράδοση
Τα βιβλία της Καινής Διαθήκης άρχισαν να γράφονται είκοσι περίπου έτη μετά την Ανάσταση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, το δε τελευταίο από αυτά συγγράφηκε περί το 90 μ.Χ.. Έως ότου λοιπόν γραφούν όλα τα βιβλία της Καινής Διαθήκης και αποτελεσθεί ο Κανόνας (η συλλογή των βιβλίων) της Κ. Διαθήκης, η διδασκαλία του Κυρίου και των Αποστόλων παραδιδόταν από στόμα σε στόμα προφορικά. Επιπλέον στα Ευαγγέλια και τα άλλα βιβλία της Κ. Διαθήκης δεν γράφτηκαν όλα όσα δίδαξε και είπε και έκανε ο Κύριος. Όπως γράφει ο ευαγγελιστής Ιωάννης, υπάρχουν ακόμη «καὶ ἄλλα πολλὰ ὅσα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἅτινα ἐὰν γράφηται καθ’ ἕν, οὐδὲ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία» (Ιωάν. κα΄25). Είναι , λέει, τόσο πολλά αυτά που έκανε και είπε ο Ιησούς Χριστός, ώστε, εάν γράφονταν ένα-ένα λεπτομερώς, νομίζω ότι και αυτός ο κόσμος με όλες τις βιβλιοθήκες του δεν θα χωρούσε τα βιβλία που θα γράφονταν. Προφορικώς λοιπόν μόνο παραδόθηκαν από τους αγίους Αποστόλους στους διαδόχους τους και από εκείνους στους δικούς τους διαδόχους και έφθασαν μέχρι σε μας αυτές οι διδασκαλίες. Σαφώς το γράφει αυτό ο απόστολος Παύλος προς τους Χριστιανούς με τα εξής: «Στήκετε, καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις ἃς ἐδιδάχθητε εἴτε διὰ λόγου (προφορικώς) εἴτε δι’ ἐπιστολῆς (γραπτώς) ἡμῶν» (Β΄ Θεσσαλ. β΄ 15). Αποτελούν δε οι άγραφες αυτές και προφορικώς παραδεδομένες αποστολικές διδασκαλίες μαζί με τα θεόπνευστα βιβλία, που συνέγραψαν οι μαθητές και Απόστολοι του Κυρίου, τη λεγόμενη Ιερή Αποστολική Παράδοση, η οποία είναι η βάση και το θεμέλιο της διδασκαλίας της Ορθοδόξου Πίστεως.
Αυτή η άγραφη καταρχάς ιερή Αποστολική Παράδοση λίγο-λίγο στους κατόπιν αιώνες συστηματοποιήθηκε από τους αγίους Πατέρες της Εκκλησίας και διατυπώθηκε γραπτώς και περιλήφθηκε στους δογματικούς όρους και τους κανόνες των αγίων Οικουμενικών Συνόδων. Σε τούτο συντέλεσε και το ότι με την πάροδο των ετών άρχισαν να διαδίδονται μεταξύ των Χριστιανών εσφαλμένες και ψευδείς διδασκαλίες. Τότε λοιπόν οι Επίσκοποι της Εκκλησίας μαζεύονταν και συγκροτούσαν Οικουμενικές Συνόδους. Με οδηγό τη γραπτή διδασκαλία της Αγίας Γραφής και τη γραπτή ή άγραφη της Αποστολικής Παραδόσεως, υπό την έμπνευση δε και το φωτισμό και την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος εξέταζαν τις νεοφανείς αιρετικές διδασκαλίες και καταδείκνυαν το ψεύδος και την πλάνη που υπήρχαν σε αυτές και τις καταδίκαζαν, διατύπωναν δε βάσει της Αγίας Γραφής και της Αποστολικής Παραδόσεως τα δόγματα και τους όρους της πίστεως. Κάθε διδασκαλία, η οποία δεν ήταν σύμφωνη προς όσα οι άγιοι Απόστολοι δίδαξαν είτε γραπτώς είτε προφορικώς, καταδικαζόταν. Με τον τρόπο αυτόν, η Ιερή Παράδοση πλουτιζόταν τώρα πλέον με τις εν Αγίω Πνεύματι αποφάσεις των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων. Στις Οικουμενικές Συνόδους έλαβαν μέρος μεγάλοι της Εκκλησίας Πατέρες, όπως ο Μέγας Αθανάσιος στην πρώτη στη Νίκαια το 325 μ.Χ., ο Θεολόγος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός στη δεύτερη στην Κωνσταντινούπολη το 381 μ.Χ. κλπ.. Αλλά και όταν αυτοί για οποιονδήποτε λόγο δεν ήταν παρόντες, λαμβάνονταν σοβαρά υπόψιν τα συγγράμματά τους και η διδασκαλία τους μέχρι σημείου, ώστε ολόκληρη η έκτη Οικουμενική Σύνοδος να υιοθετεί γνώμες και κανόνες του Μεγάλου Βασιλείου και να γράφει στον 102ο κανόνα της ότι διατυπώνει την απόφασή της «καθώς ὁ ἱερός ἡμᾶς ἐκδιδάσκει Βασίλειος».
Τοιουτοτρόπως η Ιερή Παράδοση βάσει πάντοτε της Αγίας Γραφής και της Αποστολικής Παραδόσεως και της λατρευτικής ζωής της ολονέν αναπτυσσομένης Εκκλησίας ολοκληρώθηκε και συμπληρώθηκε τον όγδοο αιώνα με την έβδομη αγία και Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας το 787 μ.Χ.. Απαρτίσθηκε τοιουτοτρόπως βάσει της ζωής της Εκκλησίας κατά τη διδασκαλία της Αγίας Γραφής και της Αποστολικής Παραδόσεως η ιερή Εκκλησιαστική Παράδοση, η οποία περιλαμβάνει και μερικά τα οποία δεν αναφέρονται μεν συγκεκριμένα στην Αγία Γραφή, είναι όμως σύμφωνα με τη διδασκαλία της.
Περιεχόμενο της Ιερής Παραδόσεως
Η Ιερή Παράδοση περιέχει ό,τι διαλαμβάνει και διδάσκει και η Αγία Γραφή, αλλά και κάτι περισσότερο, μερικά που, όπως και παραπάνω είπαμε, δεν τα έχει η Αγία Γραφή. Να αναφέρουμε μερικά προς κατατόπισή μας. Το να κτίζουμε τις εκκλησίες μας και να προσευχόμαστε κατά Ανατολάς δεν το λέει η Γραφή, είναι της Παραδόσεως. Ομοίως το να κάνουμε το σημείο του Σταυρού, και αυτό της Παραδόσεως είναι. Η τέλεση του Βαπτίσματος, όπως γίνεται, η ευλογία του ύδατος της ιερής κολυμβήθρας, ο νηπιοβαπτισμός, η χρίση του βαπτιζομένου με άγιο έλαιο, η τριττή κατάδυση στο νερό της κολυμβήθρας, η χρίση και σφράγιση του βαπτισθέντος με το Άγιο Μύρο, της Παραδόσεως και αυτά. Από την Παράδοση επίσης είναι ο τρόπος, κατά τον οποίο τελείται η θεία Λειτουργία, όπως και οι διάφοροι λειτουργικοί τύποι, οι ευχές της αγίας Αναφοράς και του καθαγιασμού των Τιμίων Δώρων, ο τρόπος της κοινωνίας των πιστών. Ακόμη οι νεκρώσιμες ακολουθίες, τα μνημόσυνα, τα μνημονεύματα ζώντων και τεθνεώτων και άλλα. Όλα αυτά τα διδασκόμαστε από την άγραφη, όπως ήταν στην αρχή, Παράδοση (1). Και για τα μνημόσυνα λέει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Οὐκ εἰκῆ ταῦτα (όχι δηλαδή τυχαία και άσκοπα) ἐνομοθετήθη ὑπό τῶν Ἀποστόλων τό ἐπί τῶν φρικτῶν μυστηρίων μνήμην γίνεσθαι τῶν ἀπελθόντων» (2).
Αυτή λοιπόν η Ιερή Παράδοση, η οποία περιλαμβάνει την Αποστολική Παράδοση και την Εκκλησιαστική Παράδοση, είναι η δεύτερη πηγή της Ορθοδόξου πίστεως. Σαν επίλογος και επισφράγιση τρόπον τινά της Ιερής Παραδόσεως τέθηκαν από την έβδομη Οικουμενική Σύνοδο οι εξής λόγοι. «Οἱ προφῆται ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ Διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν, ἡ Οἰκουμένη ὡς συμπεφώνηκεν… ὁ Χριστός ὡς ἐβράβευσεν, οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύσσομεν… Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τήν οἰκουμένην ἐστήριξε».
Την Ιερή αυτή Παρά δοση, έτσι όπως διαμορφώθηκε οριστικά και τελικά και έκλεισε με την έβδομη Οικουμενική Σύνοδο, μόνο η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει ως πηγή της διδασκαλίας της γνήσια και ισόκυρη της Αγίας Γραφής. Μόνο η Ορθόδοξη Εκκλησία. Διότι οι μεν Προτεστάντες έχουν απορρίψει τελείως την Ιερή Παράδοση και αρκούνται μόνο στην Αγία Γραφή. Και επειδή δεν έχουν ως οδηγό της ερμηνείας της Αγίας Γραφής την Ιερή Παράδοση, έχουν περιπέσει σε πλήθος κακοδοξιών και είναι διηρημένοι σε εκατοντάδες κοινοτήτων και παραφυάδων. Οι δε Ρωμαιοκαθολικοί (Παπικοί) και μετά την έβδομη Οικουμενική Σύνοδο πρόσθεσαν νέα δόγματα, τα οποία ή είναι σαφώς αντίθετα προς την Αγία Γραφή και την Ιερή Παράδοση (όπως είναι το δόγμα τους ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται «και εκ του Υιού», το περίφημο filioque), ή δεν μαρτυρούνται και δεν στηρίζονται ούτε στην Αγία Γραφή ούτε στην Ιερή Παράδοση των οκτώ πρώτων αιώνων. Μόνο λοιπόν η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει τις δύο αυτές θείες και ουράνιες πηγές της διδασκαλίας της, την Αγία Γραφή και την Ιερή Παράδοση. Και η μεν Αγία Γραφή είναι γνωστή σε όλους. Της δε Ιερής Παράδοσης συντομότατη και περιληπτική έκθεση είναι το ιερό Σύμβολο της Πίστεως, το «Πιστεύω».
Το ιερό Σύμβολο της Πίστεως
Απ’ αυτής ακόμη της αποστολικής εποχής υπήρχαν περιληπτικές, σύντομες και σαφείς εκθέσεις των δογμάτων της πίστεως. Κατά τον τέταρτο όμως αιώνα οι εκθέσεις αυτού του είδους αντικαταστάθηκαν από το ιερό Σύμβολο της πίστεως, το οποίο συνέταξαν οι δύο Οικουμενικές Σύνοδοι, η πρώτη της Νίκαιας το 325 μ.Χ. και η δεύτερη στην Κωνσταντινούπολη το 381 μ.Χ.. Από τότε το Σύμβολο της Πίστεως παραμένει αμετάβλητο και αναλλοίωτο. Είναι το ιερό σημείο, με το οποίο διακρίνονται και αναγνωρίζονται οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, Γι’ αυτό απαραιτήτως απαγγέλλεται κατά το μυστήριο του Αγίου Βαπτίσματος, διότι μόνο εκείνος που έχει την ορθόδοξη πίστη μπορεί να βαπτισθεί ορθοδόξως και να γίνει μέλος της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Αποτελείται από 12 άρθρα, δηλαδή από 12 απλές και σύντομες προτάσεις, στην αρχή των οποίων υπάρχει ή εξυπακούεται η λέξη πιστεύω. Από την πρώτη δε αυτή λέξη, με την οποία αρχίζει το Σύμβολο της πίστεως, λέγεται και «Πιστεύω». Απαγγέλλεται επίσης και κατά την τέλεση του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, ως μία επίσημη ομολογία της πίστεως του εκκλησιαζομένου λαού. Ιδού αυτό.
(1) Ας ακούσουμε το Μέγα Βασίλειο πώς ακριβώς τα λέει αυτά. «Τῶν ἐν τῇἘκκλησίᾳ πεφυλαγμένων δογμάτων καί κηρυγμάτων, τά μέν ἐκ τῆς ἐγγράφου διδασκαλίας ἔχομεν (δηλαδή από την Αγία Γραφή), τά δέ ἐκ τῆς τῶν Ἀποστόλων παραδόσεως διαδοθέντα ἡμῖν ἐν Μυστηρίῳ παρεδεξάμεθα, ἅπερ ἀμφότερα τήν αὐτήν ἰσχύν ἔχει πρός τήν εὐσέβειαν… Οἷα τό τῷ τύπῳ τοῦ Σταυροῦ τούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦἠλπικότας κατασημαίνεσθαι, τίς ὁ διά γράμματος διδάξας; Τό πρός ἀνατολάς τετράφθαι κατά τήν προσευχήν, ποῖον ἡμᾶς ἐδίδαξε γράμμα; Τά τῆς ἐπικλήσεως ρήματα ἐπί τῇἀναδείξει τῆς Εὐχαριστίας καί τοῦ Ποτηρίου τῆς εὐλογίας, τίς τῶν ἁγίων ἐγγράφως ἡμῖν καταλέλοιπεν;… Εὐλογοῦμεν δέ τό ὕδωρ τοῦ Βαπτίσματος καί τό ἔλαιον τῆς χρίσεως καί προσέτι αὐτόν τόν βαπτιζόμενον, ἀπό ποίων ἐγγράφων; οὐκ ἀπό τῆς σιωπωμένης καί μυστικῆς παραδόσεως; τί δέ; αὐτήν τοῦἐλαίου τήν χρῖσιν, τίς λόγος γεγραμμένος ἐδίδαξεν; τό δέ τρίς βαπτίζεσθαι τόν ἄνθρωπον, πόθεν;… οὐκ ἐκ τῆς ἀδημοσιεύτου ταύτης καί ἀπορρήτου διδασκαλίας, ἥν ἐν ἀπολυπραγμονήτῳ καί ἀπεριεργάστῳ σιγῇ οἱ Πατέρες ἡμῶν ἐφύλαξαν…;» (91ος κανόνας Μ. Βασιλείου). Και άλλοι Πατέρες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας, όπως ο Μέγας Αθανάσιος, ο Αυγουστίνος, ο Τερτυλλιανός και άλλοι τονίζουν ότι τα έθιμα αυτά, οι εορτές του Πάσχα, οι νηστείες της Τεσσαρακοστής και της Τετάρτης και Παρασκευής, οι μνήμες και εορτές των Μαρτύρων, και όσα επικράτησαν σε όλη την αρχαία Εκκλησία είναι αυτή η Αποστολική Παράδοση, ή ο πυρήνας της Παραδόσεως, ο οποίος αναπτύχθηκε ευθύς αμέσως από τους πρώτους χρόνους του Χριστιανισμού σε όλη τη λατρεία της Εκκλησίας.
(2) Ως προς την Αγία Γραφή και την θεοπνευστία της λέει ο ιερός Χρυσόστομος· «Οὐ γάρ ρήματά ἐστιν ἀπλῶς, ἀλλά τοῦ Πνεύματος τοῦἉγίου ρήματα καί διά τοῦτο πολύν ἐστι τόν θησαυρόν εὑρεῖν ἐν μιᾷ συλλαβῇ», «μιᾶς φωνῆς ἀρκούσης τοῖς πιστοῖς» καί ρήματος ἑνός «πάσης τῆς ζωῆς ἔχειν ἐφόδιον». Δηλαδή όχι λόγια απλά, αλλά του Θεού λόγια περιέχει η Αγία Γραφή που είναι θησαυρός ανεκτίμητος και ένας λόγος της ακόμη είναι εφόδιο σπουδαίο για όλη του Χριστιανού τη ζωή.
Ο Θεός είναι τριαδικός
Από όσα είπαμε έως τώρα φαίνεται καθαρά, ότι ο Θεός, ως άπειρος και υπερτέλειος και αναλλοίωτος που είναι , είναι ένας, ένας και μόνος Θεός, διότι είναι αδύνατο να υπάρχουν δύο ή περισσότερα άπειρα και υπερτέλεια. Το ενιαίο, λοιπόν, της Θεότητας είναι βάση και αρχή όλων των περί Θεού αληθειών και διδαγμάτων. Κατά τη διδασκαλία όμως της Αγίας Γραφής και την πίστη της Αγίας μας Ορθοδόξου Εκκλησίας ο ένας Θεός είναι τριαδικός, Αγία Τριάδα, Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα. Τούτο δεν σημαίνει ότι είναι τρεις Θεοί, αλλά ένας Θεός. Ένας Θεός με τρεις υποστάσεις. Ένας Θεός σε τρία πρόσωπα διακρινόμενος, και κάθε πρόσωπο, ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, είναι ο όλος Θεός και όχι μέρος της μιας Θεότητας. Όλος Θεός ο Πατήρ, όλος Θεός ο Υιός, όλος Θεός το Άγιο Πνεύμα. «Μονάς κατά τήν ἑνιαίαν καί ἀδιαίρετον οὐσίαν αὐτοῦ. Τριάς δέ κατά τάς ὑποστάσεις τάς διακρινομένας ἀλλήλων… ἀχωρίστως ὅμως συνηνωμένας καί ἀδιαιρέτους οὔσας καί μίαν καί τάς τρεῖς ἐχούσας οὐσίαν τε καί ἐνέργειαν». Ο Θεός είναι Μονάδα, ένας κατά την ενιαία και αδιαίρετη ουσία του. Ο Θεός είναι Τριάδα, η Αγία Τριάδα, ως προς τα πρόσωπα και τις υποστάσεις, που διακρίνονται η μία από την άλλη, το ένα πρόσωπο από το άλλο. Αλλά πάλι και τα τρία πρόσωπα της Θεότητας είναι αχώριστα ενωμένα μεταξύ τους και αδιαίρετα και έχουν και τα τρία την ίδια, μία και την αυτή ουσία και φύση και ενέργεια. Την ίδια γνώμη έχουν και την ίδια απόφαση παίρνουν και στην ίδια ενέργεια και πράξη προβαίνουν και τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας. Όπως ψάλλει και η αγία μας Εκκλησία: «Τρεῖς ὑποστάσεις ὑμνοῦμεν θεαρχικάς, ἑνιαίας φύσεως, ἀπαράλλακτον μορφήν». Είναι λοιπόν Μονάδα σε Τριάδα και Τριάδα σε Μονάδα. Και Θεός ο Πατήρ, Θεός ο Υιός, Θεός και το Άγιο Πνεύμα. Παντοδύναμος ο Πατήρ, παντοδύναμος ο Υιός, παντοδύναμο και το Άγιο Πνεύμα. Σύμφωνα με αυτά έχουμε και λέμε τακτικά και τη σύντομη και τόσο περιεκτική προσευχή· «Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος Ἰσχυρός, Ἅγιος Ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς», ή και διαφορετικά· «Ἅγιος ὁ Θεός ὁ Πατήρ ὁἄναρχος, Ἅγιος Ἰσχυρός ὁ Υἱός ὁ συνάναρχος, Ἅγιος Ἀθάνατος τό Παράκλητον Πνεῦμα. Τριάς Ἅγία, δόξα Σοι». Και προσκυνούμε «Πατέρα, Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα, Τριάδα ὁμούσιον καί ἀχώριστον».
Το δόγμα τούτο της Αγίας Τριάδας είναι «το κεφάλαιο της πίστεως», κατά το θεολόγο Γρηγόριο. Και έχουν μεν και τα τρία πρόσωπα τις ίδιες ιδιότητες και όλο τον ακένωτο πλούτο και θησαυρό της Θεότητας, όπως είπαμε προηγουμένως. Αλλά κάθε πρόσωπο έχει και το ιδιάζον ως διακριτικό σε Αυτό γνώρισμα υποστατικό ιδίωμα. Δηλαδή, ο Πατήρ είναι αγέννητος. Ο Υιός γεννητός. Το Άγιο Πνεύμα εκπορευτό. Και τούτο θα πει, ότι ο Πατήρ γεννά τον Υιό από την ουσία του αϊδίως, αχρόνως και ανερμηνεύτως. Ο Υιός γεννάται από τον Πατέρα και το Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και πέμπεται διά του Υιού στον κόσμο. Και όλα τα έργα του Θεού, τα έργα της δημιουργίας, τα έργα της αναπλάσεως και αναδημιουργίας και σωτηρίας του ανθρώπου ενεργούνται και από τα τρία πρόσωπα της Θεότητας. Ο Πατήρ αποφασίζει, ο Υιός πραγματοποιεί και το Πνεύμα τελειοποιεί όλα τα έργα. Έτσι «ὁ Πατήρ διά τοῦ Υἱοῦἐν Πνεύματι Ἁγίῳ τά πάντα ποιεῖ» (1). Έτσι η ενότητα της Αγίας Τριάδας εννοείται και «εἷς Θεός ἐν τῇἘκκλησίᾳ κηρύττεται», «ὁἐπί πάντων καί διά πάντων καί ἐν πᾶσιν»· «ἐπί πάντων μέν ὡς Πατήρ, ὡς ἀρχή καί πηγή (των έργων)· «διά πάντων» δέ διά τοῦ Λόγου· «ἐν πᾶσι» δέ ἐν τῷ Πνεύματι τῷἉγίῳ» (2).
Το ιερό και άγιο τούτο περί Τριαδικού Θεού δόγμα σε καμία άλλη μονοθεϊστική θρησκεία δεν υπάρχει παρά μόνο στο Χριστιανισμό, στον οποίο, όπως είπαμε, είναι το θεμέλιο και η βάση και η πηγή όλων των απορρήτων της αγιότατης Πίστης αληθειών και δογμάτων. Και βέβαια η αλήθεια του Τριαδικού Θεού υπονοείται στην Παλαιά Διαθήκη και μάλιστα στα χωρία που αναφέρονται στη δημιουργία του ανθρώπου, την πτώση και τη σύγχυση των γλωσσών στην περίπτωση του πύργου της Βαβέλ. Εκεί παρουσιάζεται ο Θεός μιλώντας στον πληθυντικό και σαν να έχει διάλογο με άλλα πρόσωπα. Λέει π. χ. «ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν…». — «Ἰδού Ἀδάμ γέγονεν ὡς εἷς ἐξ ἡμῶν». — «Δεῦτε καί καταβάντες συγχέωμεν αὐτῶν ἐκεῖ τήν γλῶσσαν». Αυτά τα χωρία, καθώς και άλλα, ο τρισάγιος ύμνος του προφήτη Ησαΐα, όπου τρεις φορές επαναλαμβάνεται το «Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαββαώθ», υπονοούν βέβαια το τριαδικό της Θεότητας. Ήταν όμως αδύνατο να το συλλάβει τούτο η ανθρώπινη διάνοια και σκέψη, αν το μεγάλο φως της θείας Αποκαλύψεως της Καινής Διαθήκης δεν ερχόταν να διαλευκάνει το μεγάλο θέμα και να μιλήσει σαφώς περί Αγίας Τριάδας. Έτσι ο Κύριος, όταν μετά την Ανάστασή του αποστέλλει τους Αποστόλους στο κήρυγμα, τους δίνει την παραγγελία να βαπτίζουν όσους πιστεύουν «εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦἉγίου Πνεύματος» (Ματθ. κη΄ 19). Ο απόστολος Παύλος εύχεται να είναι μαζί με τους Χριστιανούς «ἡ χάρις τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶἡἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶἡ κοινωνία τοῦἉγίου Πνεύματος» (Β΄ Κορινθ. ιγ΄ 13). Ο ευαγγελιστής Ιωάννης βεβαιώνει, ότι «τρεῖς εἰσιν οἱ μαρτυροῦντες ἐν τῷ οὐρανῷ, ὁ Πατήρ, ὁ Λόγος καὶ τὸἋγιον Πνεῦμα, καὶ οὗτοι οἱ τρεῖς ἕν εἰσι» (Α΄ Ιωάν. ε΄ 7). Και πολλές άλλες μαρτυρίες περί της τριαδικής Θεότητας, δηλαδή περί της Αγίας Τριάδας, υπάρχουν στα θεόπνευστα ιερά βιβλία της Καινής Διαθήκης, τα οποία ο ευλαβής αναγνώστης τα βρίσκει, όταν τη μελετά με προσοχή, και τα εννοεί με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, όταν με πίστη τον ζητεί.
Πριν κλείσουμε το κεφάλαιο τούτο περί Αγίας Τριάδας καταχωρούμε εδώ το θαυμάσιο Δοξαστικό της Πεντηκοστής, το οποίο είναι θεολογικότατο και το οποίο σε λίγες γραμμές περικλείει όλο το άρρητο και ανέκφραστο δόγμα περί του Τριαδικού Θεού.