Η Ανατολική Ρωμυλία ήταν όμορφη γη με έκταση 70.000 τ.χ., με 400.000 κατοίκους Έλληνες, που το 1906, το 1914 και το 1924 άφησαν ότι είχαν δημιουργήσει με μόχθους γενεών και κατέφυγαν πρόσφυγες κυνηγημένοι στην μητέρα Ελλάδα.
Κατά την αρχαιότητα, κάτοικοι της Ιωνίας της Μ. Ασίας αποίκισαν στον Εύξεινο Πόντο και δημιούργησαν τις πόλεις Βάρνα, Σωζόπολη και Μεσημβρία, πόλεις που άκμασαν και ευημέρησαν.
Με τη μεταφορά της πρωτεύουσας της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από τη Ρώμη στο Βυζάντιο, οι πόλεις αυτές γίνονται το προάστιο της Κωνσταντινούπολης, μέχρι το πάρσιμο της Πόλης από τους Τούρκους το 1453 μ.Χ.
Στην τουρκοκρατία οι πόλεις αυτές παρακμάζουν, αλλά από τον 18ο αιώνα αρχίζουν και πάλι με το εμπόριο της Μαύρης Θάλασσας και της κεντρικής Ευρώπης να ακμάζουν οικονομικά και πνευματικά.
Με το συνέδριο του Βερολίνου η Ανατολική Ρωμυλία έγινε αυτόνομη ηγεμονία κάτω από την κυριαρχία του Σουλτάνου, όμως το 1885 προσαρτήθηκε πραξικοπηματικά στη Βουλγαρία με ενέργειες του ηγεμόνα της Βάτεμπεργκ. Το έτος 1885 αποτελεί μία τραγική χρονολογία για τον Ελληνισμό της Ανατολικής Ρωμυλίας, αφού η Βουλγαρία προσαρτά πραξικοπηματικά την περιοχή αυτή στην ηγεμονία της.
Από τότε άρχισε ο συστηματικός διωγμός του ελληνικού στοιχείου, που κορυφώθηκε με τα γεγονότα του 1906. Τότε, χιλιάδες Ελλήνων της Ανατολικής Ρωμυλίας εγκατέλειψαν τις πατρογονικές εστίες και εγκαταστάθηκαν κυρίως στη Θεσσαλία, αφού η Μακεδονία και η Θράκη ήταν ακόμη υπό τουρκική κατοχή.
Οι πρώτοι πρόσφυγες που κατέφθασαν στον Αλμυρό το 1906 ήσαν από την Βάρνα του Εύξεινου Πόντου. Στην συνέχεια, άλλοι κάτοικοι της Ανατολικής Ρωμυλίας από τις πόλεις Πύργο, Σωζόπολη, Στενίμαχο και Μεσημβρία και όχι μόνο, αναχώρησαν τις ίδιες ημέρες (τέλη Ιουνίου του 1906) για την Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν μαζί με τους Βαρναίους στην Ευξεινούπολη.
Πριν έρθουν, αντιπροσωπεία τους ήρθε στην περιοχή για να επιλέξει τον τόπο της νέας τους πατρίδας. Αρχικά τους προτάθηκε η παραθαλάσσια περιοχή κοντά στον Άη Γιάννη, στο Τσιγκέλι. Επειδή όμως οι Αγχιαλίτες πρόσφυγες υπέφεραν από την ελονοσία, οι πρόσφυγες της Ευξεινούπολης προτίμησαν νέο τόπο, όπου σήμερα είναι κτισμένη η Ευξεινούπολη. Ταυτόχρονα, ένας Γερμανός πολεοδόμος συγκοινωνιολόγος έκανε τη μελέτη και τα σχέδια ανέγερσης του χωριού.
Το 1907 μέσω του χειμάρρου του Ξεριά έκαναν σιδηροδρόμους μέχρι τη θάλασσα και με βαγονέτα κουβαλούσαν από την θάλασσα οικοδομικά υλικά που τα έφερναν με τα πλοία, αλλά και πέτρες από το ρέμα. Όμως, λόγω του υψηλού κόστους, άλλαξαν οικοδομικά υλικά και έκτισαν πλέον τα σπίτια τους με τσιμέντο και ήταν όλα ίδια. Είχαν όλα δυο δωμάτια και ένα χωλ.
Με την ψήφιση του Νόμου 3202/7-4-1907 καθορίστηκε η ίδρυση του οικισμού της Ευξεινούπολης για τους Βαρναίους, Πυργιώτες, Σωζοπολίτες, Στενιμαχίτες και Μεσημβρινούς πρόσφυγες της Ανατολικής Ρωμυλίας.
Η θεμελίωση της Ευξεινούπολης έγινε το απόγευμα της 30ης Σεπτεμβρίου του 1907 από το διάδοχο του Θρόνου Κωνσταντίνο, ο οποίος έθεσε και το θεμέλιο λίθο.
Η εγκατάσταση των προσφύγων στο χώρο αυτό συνέβαλε στην ανάπτυξη της περιοχής του Αλμυρού. Ήρθαν άνθρωποι από κάθε άποψη φίλεργοι και προοδευτικοί. Χέρσες εκτάσεις, ερημοτόπια, βαλτότοποι και άγονη γη μετατράπηκαν χάρη στην εργατικότητα και ευρηματικότητα των προσφύγων σε εύφορα χωράφια, αποδοτικά καπνοτόπια και σε ονομαστά αμπέλια.
Οι Μαυροθαλασσίτες πρόσφυγες αγωνίστηκαν και τα κατάφεραν. Μαζί με τους Μικρασιάτες και Πόντιους πρόσφυγες, τους Βλάχους και τους Σαρακατσαναίους πρόκοψαν, ευτύχισαν και δημιούργησαν μέσα σε 100 και πλέον χρόνια τη σημερινή μας Ευξεινούπολη, καμάρι και υπερηφάνεια των κατοίκων της.
Η Ευξεινούπολη γυρίζει τη σελίδα της εκατονταετηρίδας και βαδίζει αισιόδοξα στη δεύτερη. Μέσα σε εκατό χρόνια ζωής η Ευξεινούπολη αναδεικνύεται κορυφαία κωμόπολη της νοτιοδυτικής Μαγνησίας. Η Ευξεινούπολή μας εδραιώθηκε στο παρελθόν, καταξιώνεται στο παρόν και σίγουρα το μέλλον της ανήκει!
(Όλα τα ιστορικά στοιχεία είναι από το βιβλίο του κ. Παναγιώτη Τσιακούμη, "Ο Ιερός Ναός Κοιμήσεως της Θεοτόκου Ευξεινουπόλεως")